Αποφασίζω να κατέβω δύο στάσεις νωρίτερα, «καλύτερα να περπατήσω να πάρω και λίγο αέρα», σκέφτηκα. Λίγο πιο κάτω συναντώ μία παλιά φίλη, για την ακρίβεια μία φίλη από το λύκειο (τα καλά νέα στην όλη ιστορία είναι ότι την αναγνώρισα-ποτέ δεν φημιζόμουν για τη μνήμη μου-, το όνομά της βέβαια δεν το θυμόμουν αλλά μη ζητάμε και πολλά!). Η συζήτησή μας περιορίστηκε στον κλασικό σύντομο διάλογο που κάνουμε όλοι όσοι συναντάμε γνωστό που έχουμε να δούμε καιρό, «Τι κάνεις, πώς πάει η δουλειά, τι κάνει η μαμά/ αδερφή/ ξαδέρφη/ θεία/ γάτα σου;» Αμέσως μετά, σαφώς επεκτεινόμαστε στο θέμα του καιρού και καταλήγουμε στην απαραίτητη ατάκα «Να πάμε για καφέ καμία μέρα» που είναι σχεδόν σίγουρο πως θα συμβεί κυριολεκτικά …όπως το λέμε…καμία μέρα !Μερικές φορές μάλιστα, είναι απαραίτητη και η ανταλλαγή κινητών αφού έχει περάσει τόσος καιρός από τη τελευταία φορά που σίγουρα ο ένας από τους δύο έχει αλλάξει νούμερο. Ωστόσο, χάρηκα πολύ που τη συνάντησα, μου θύμισε τα σχολικά μου χρόνια που τόσο αγαπάω και σπάνια θυμάμαι πλέον.
«Θα τα πούμε!» λέμε τελειώνοντας και συνεχίζει η κάθε μία το δρόμο της. Φεύγοντας, δεν μπορούσα να πάρω το μάτι μου από ένα μικρό αλλά πολύ παραδοσιακά όμορφο φούρνο, που μου είχε σπάσει τη μύτη όση ώρα μιλούσα με τη φίλη μου, με κάμποσες πρωινές λιχουδιές εκτεθειμένες στη μικρή βιτρίνα να με κοιτάζουν κατάματα! Νιώθω ότι δεν πρέπει να τις απογοητεύσω. Λίγα λεπτά μετά, βγαίνω από το φούρνο κρατώντας ένα από αυτά τα απίστευτα νόστιμα κουλούρια με φέτα! Δεν προλαβαίνω να κάνω δύο βήματα στο πεζοδρόμιο και νιώθω μία στάλα στο μέτωπό μου. Σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά…μα πότε πρόλαβε και μαύρισε ο ουρανός…πριν από λίγο είχε ήλιο και αφόρητη ζέστη. Μπρρρρ! Ξαφνικά δρόσισε επικίνδυνα! Βγάζω το φουλάρι μου από τη τσάντα και τυλίγω το λαιμό μου. Απτόητη, παίρνω το κουλούρι μου και συνεχίζουμε παρέα το δρόμο μας. Στα λίγα μέτρα συναντάω μία από τις λατέρνες που κυκλοφορούν ανά καιρούς στο δρόμο της πόλης. Τις αγαπάω πολύ τις λατέρνες και όποτε τις συναντάω πάντα κοντοστέκομαι και τις χαζεύω λίγο, κι ας μην έχει να κάνει με τη δική μου γενιά. Βέβαια, εμείς μεγαλώσαμε με τα νιντέιντο και το πλέι στέισιον, τις λατέρνες μέσα από τις ταινίες τις “γνωρίσαμε”. Παρόλα αυτά με δεν μου αρέσει που βλέπω μεγάλους ανθρώπους να προσπερνούν τις λατέρνες σαν κάτι εντελώς αδιάφορο. Είναι μία πολύ ευχάριστη νότα που αλλάζει έστω και για λίγα δευτερόλεπτα τη καθημερινότητα και που σπάει τη μονοτονία του άγχους της πόλης, πόσο μάλλον για εκείνους που είχαν την τύχη να ζήσουν την αληθινή μαγεία , μέσα από την ιστορία της! Η μουσική με συνεπήρε τόσο, που η βροχή τελείωσε κι εγώ εξακολουθούσα να στέκομαι κάτω από το σκέπαστρο χαζεύοντας…φτάνει το διάλειμμα!
Μόλις απομακρύνθηκα από τους ήχους της λατέρνας και την μελωδία της αντικατέστησαν τα κορναρίσματα και τα φρεναρίσματα των αυτοκινήτων, επανήλθα στη πραγματικότητα. Ρίχνω μία βιαστική ματιά στο ρολόι μου .. αμάν! Έχω αργήσει! Χαμογελώ και επιταχύνω.. αύριο ξανά!
Πόσο περίεργα όμορφο μπορεί να είναι τελικά ένα πρωινό..