Wednesday, April 25, 2007

Unidentified Flying ... Obsession

Ότι έχω ένα πρόβλημα με τον ύπνο, το έχω. Όχι, δεν έχω αϋπνίες.. σαν γουρούνα κοιμάμαι, μόνο που κοιμάμαι τόσο καλά μόνο όταν δεν είμαι μόνη μου!

Με άλλα λόγια, επιβάλλεται να υφίσταται ακόμη μία ψυχή στο σπίτι για να μπορέσω να κοιμηθώ σαν άνθρωπος (και όσο κι αν προσπάθησα, το κόλπο με τη γάτα μου δεν έπιασε). Σε όποιο καλό/ή -γιατί αυτά δεν λέγονται παραέξω, πώς να το κάνουμε!- φίλο/η κι αν το έχω πει μου απαντάει «Α, κι εγώ όταν είμαι μόνος/η μου μία φοβία την έχω μη μπει κάποιος στο σπίτι και…» χμ…δεν είναι ακριβώς αυτό το πρόβλημά μου! Και εξηγούμαι: η φοβία μου δεν έχει να κάνει με τους πιθανούς ληστές και λοιπούς που μπορεί να εισβάλλουν στο σπίτι -όχι πως αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα χαιρόμουν- αλλά με τις ψυχές αυτών…με άλλα λόγια κάθε βράδυ που μένω μόνη μου στο σπίτι θα μπορούσε πολύ άνετα η φαντασία μου να πλάσει ένα ακόμη επεισόδιο X-Files (τύφλα να ΄χει ο Κάρτερ).Η φαντασία μου οργιάζει και ερμηνεύω το κάθε ηχητικό-φυσικό φαινόμενο ως «ύποπτο» όπως θα έκανε άλλωστε και ο Μόλντερ (θα χαλούσε ο κόσμος δηλαδή να είχα υιοθετήσει την ψυχραιμία και τον σκεπτικισμό της Σκάλλυ;). Ο παραμικρός ήχος ή οτιδήποτε άλλο για μένα είναι ένα ανήσυχο πνεύμα ή ένα πορτοκαλί ρυτιδιασμένο πλάσμα γεμάτο λέπια και πράσινο ζελέ που ζει στον υπόνομο και έχει βγει να εξερευνήσει τα καλλυντικά μου στο μπάνιο…Μπρρρρ!

Με τους εξωγήινους, όλως παραδόξως πρόβλημα δεν έχω ..εννοώ ότι φαντάζομαι πως δεν έχω, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο φυσικά, γιατί άντε να σου έρθει το άτριχο καταπράσινο alien με τα πεταγμένα μάτια δείχνοντας σε με το δάχτυλό του και να σου πει στη γλώσσα του (και ναι, θα καταλάβω τι θα μου πει με τόση εκπαίδευση πια στα X-Files) ότι θα σε πάρει μαζί του στον πλανήτη %$^$Ρ^% για πειράματα και εσύ να αντιδράσεις ψύχραιμα. Τέλος πάντων, μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα βλέπουμε…το πολύ πολύ να τους μυήσω στην ελληνική κουζίνα να φάνε το τζατζικάκι τους να στανιάρουν (μετά θα κυνηγάνε τον Μαμαλάκη βέβαια…).

Αλλά αυτά παθαίνει κανείς όταν βλέπει τον «Εξορκιστή» για πρώτη φορά στα εννέα του χρόνια! Πώς να μην σου μείνει μετά το κουσούρι;

Monday, March 19, 2007

Τι όμορφα παράξενη πόλη...

Ξεκινάω από το σπίτι νωρίς το πρωί, φορώντας ένα λεπτό σακάκι, ένα λεπτό φουλάρι και μία ανοιξιάτικη βαμβακερή μπλούζα από μέσα…ήλιος, ζέστη…αποφασίζω να βγάλω το φουλάρι μου και να ανασηκώσω κάπως τα μανίκια μου. «Πάλι λάθος επιλογή ρούχων έκανα», σκέφτομαι. Μπαίνω στο λεωφορείο, τα παράθυρα κλειστά, οι υπόλοιποι επιβάτες, μαζί τους κι εγώ αναζητάμε ένα ανοιχτό παράθυρο να δροσιστούμε και παράλληλα μου σκάνε στο νου οι καλοκαιρινές σκηνές στα λεωφορεία της πόλης, όπου το μόνο που μπορεί να δει κανείς είναι αμέτρητα φυλλάδια (από αυτά τα διαφημιστικά που μοιράζουν στο δρόμο και τα πετάμε στον κοντινότερο κάδο) να κουνιούνται πέρα-δώθε όλη την ώρα με μανία.

Αποφασίζω να κατέβω δύο στάσεις νωρίτερα, «καλύτερα να περπατήσω να πάρω και λίγο αέρα», σκέφτηκα. Λίγο πιο κάτω συναντώ μία παλιά φίλη, για την ακρίβεια μία φίλη από το λύκειο (τα καλά νέα στην όλη ιστορία είναι ότι την αναγνώρισα-ποτέ δεν φημιζόμουν για τη μνήμη μου-, το όνομά της βέβαια δεν το θυμόμουν αλλά μη ζητάμε και πολλά!). Η συζήτησή μας περιορίστηκε στον κλασικό σύντομο διάλογο που κάνουμε όλοι όσοι συναντάμε γνωστό που έχουμε να δούμε καιρό, «Τι κάνεις, πώς πάει η δουλειά, τι κάνει η μαμά/ αδερφή/ ξαδέρφη/ θεία/ γάτα σου;» Αμέσως μετά, σαφώς επεκτεινόμαστε στο θέμα του καιρού και καταλήγουμε στην απαραίτητη ατάκα «Να πάμε για καφέ καμία μέρα» που είναι σχεδόν σίγουρο πως θα συμβεί κυριολεκτικά …όπως το λέμε…καμία μέρα !Μερικές φορές μάλιστα, είναι απαραίτητη και η ανταλλαγή κινητών αφού έχει περάσει τόσος καιρός από τη τελευταία φορά που σίγουρα ο ένας από τους δύο έχει αλλάξει νούμερο. Ωστόσο, χάρηκα πολύ που τη συνάντησα, μου θύμισε τα σχολικά μου χρόνια που τόσο αγαπάω και σπάνια θυμάμαι πλέον.

«Θα τα πούμε!» λέμε τελειώνοντας και συνεχίζει η κάθε μία το δρόμο της. Φεύγοντας, δεν μπορούσα να πάρω το μάτι μου από ένα μικρό αλλά πολύ παραδοσιακά όμορφο φούρνο, που μου είχε σπάσει τη μύτη όση ώρα μιλούσα με τη φίλη μου, με κάμποσες πρωινές λιχουδιές εκτεθειμένες στη μικρή βιτρίνα να με κοιτάζουν κατάματα! Νιώθω ότι δεν πρέπει να τις απογοητεύσω. Λίγα λεπτά μετά, βγαίνω από το φούρνο κρατώντας ένα από αυτά τα απίστευτα νόστιμα κουλούρια με φέτα! Δεν προλαβαίνω να κάνω δύο βήματα στο πεζοδρόμιο και νιώθω μία στάλα στο μέτωπό μου. Σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά…μα πότε πρόλαβε και μαύρισε ο ουρανός…πριν από λίγο είχε ήλιο και αφόρητη ζέστη. Μπρρρρ! Ξαφνικά δρόσισε επικίνδυνα! Βγάζω το φουλάρι μου από τη τσάντα και τυλίγω το λαιμό μου. Απτόητη, παίρνω το κουλούρι μου και συνεχίζουμε παρέα το δρόμο μας. Στα λίγα μέτρα συναντάω μία από τις λατέρνες που κυκλοφορούν ανά καιρούς στο δρόμο της πόλης. Τις αγαπάω πολύ τις λατέρνες και όποτε τις συναντάω πάντα κοντοστέκομαι και τις χαζεύω λίγο, κι ας μην έχει να κάνει με τη δική μου γενιά. Βέβαια, εμείς μεγαλώσαμε με τα νιντέιντο και το πλέι στέισιον, τις λατέρνες μέσα από τις ταινίες τις “γνωρίσαμε”. Παρόλα αυτά με δεν μου αρέσει που βλέπω μεγάλους ανθρώπους να προσπερνούν τις λατέρνες σαν κάτι εντελώς αδιάφορο. Είναι μία πολύ ευχάριστη νότα που αλλάζει έστω και για λίγα δευτερόλεπτα τη καθημερινότητα και που σπάει τη μονοτονία του άγχους της πόλης, πόσο μάλλον για εκείνους που είχαν την τύχη να ζήσουν την αληθινή μαγεία , μέσα από την ιστορία της! Η μουσική με συνεπήρε τόσο, που η βροχή τελείωσε κι εγώ εξακολουθούσα να στέκομαι κάτω από το σκέπαστρο χαζεύοντας…φτάνει το διάλειμμα!

Μόλις απομακρύνθηκα από τους ήχους της λατέρνας και την μελωδία της αντικατέστησαν τα κορναρίσματα και τα φρεναρίσματα των αυτοκινήτων, επανήλθα στη πραγματικότητα. Ρίχνω μία βιαστική ματιά στο ρολόι μου .. αμάν! Έχω αργήσει! Χαμογελώ και επιταχύνω.. αύριο ξανά!

Πόσο περίεργα όμορφο μπορεί να είναι τελικά ένα πρωινό..